κεκλαυμένα

κεκλαυμένα
κλαίω
cry
perf part mp neut nom/voc/acc pl
κεκλαυμένᾱ , κλαίω
cry
perf part mp fem nom/voc/acc dual
κεκλαυμένᾱ , κλαίω
cry
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιφθέγγομαι — ἐπιφθέγγομαι (Α) 1. μιλώ μετά από κάποιον ή σε συμφωνία με κάποιον («ἐγώ δ’ ἐπιφθέγγομαι κεκλαυμένα», Αισχύλ.) 2. εκφέρω κάτι συγχρόνως ή σε σχέση με κάτι («ἐπεφθέγγετο τὰς νενομισμένας... φωνάς», Πλούτ.) 3. λέω, αποφαίνομαι επί πλέον («μίαν ἐπ’… …   Dictionary of Greek

  • κεκλαυμέναι — κλαίω cry perf part mp fem nom/voc pl κεκλαυμένᾱͅ , κλαίω cry perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”